ἰσηγορίη

ἰσηγορίη
ἰσηγορία
equal right of speech
fem nom/voc sg (epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ισηγορία — η (Α ἰσηγορία, ιων. τ. ἰσηγορίη) [ισήγορος] το δικαίωμα να μιλά κάποιος εξίσου με άλλον, ισότητα ως προς την έκφραση τού λόγου, ελευθερία τού λόγου αρχ. 1. πολιτική ελευθερία, ισότητα («ἰσηγορίη ἐστὶ χρῆμα σπουδαῑον», Ηρόδ.) 2. ισονομία, ισότητα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”